-
1 ορεί
ὄρνυμιṛṇóti: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)ὀρεύςmule: masc dat sg——————ὁράωInscr. destombeaux des rois: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ὁράωInscr. destombeaux des rois: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 όρει
ὄρομαιkeep watch: pres ind mp 2nd sgὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὄρεϊ, ὄροςimplement for pressing grapes: neut dat sg (epic ionic)ὄροςimplement for pressing grapes: neut dat sg -
3 ὄρει
ὄρομαιkeep watch: pres ind mp 2nd sgὄροςimplement for pressing grapes: neut nom /voc /acc dual (attic epic)ὄρεϊ, ὄροςimplement for pressing grapes: neut dat sg (epic ionic)ὄροςimplement for pressing grapes: neut dat sg -
4 ὀρεῖ
Βλ. λ. ορεί -
5 ὁρεῖ
Βλ. λ. ορεί -
6 ὀρειάρχης
A mountain-king, i. e. Pan, AP6.34 (Rhian.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειάρχης
-
7 ὀρειπλανής
A v.l. ὀρειπλ-); = foreg.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειπλανής
-
8 ὀρειτρεφής
ὀρει-τρεφής, ές,A mountain-bred, mountain-fed, A.R.2.34 ;ποταμός Tryph.193
:—also [suff] ὀρεί-τροφος, ον, βοτά S.Ichn.151
, cf. Opp.H.1.12. [Both are freq. written ὀριτρ- in codd., and ὀρίτροφος has [pron. full] ῐ in Babr. 106.3.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειτρεφής
-
9 ὀρειτύπος
A working in the mountains: ὀρειτύποι, acc. to Gal. 17(2).49, were wood-cutters and quarry-men, who brought down materials from the mountains:—so [full] ὀρεοτύποι, Thphr. HP3.3.7, 3.12.4, al. (butὀρει- CP5.11.3
) ; [full] ὀροιτύποι, Nic.Th.5, 377, AP7.445 (Pers.), Eleg.Alex.Adesp.1.6 ; cf. also ὀροτύπος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειτύπος
-
10 ὀρειώτης
A = ὀρεσσιβάτης, AP9.824 (Eryc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειώτης
-
11 ὀρειάς
A of or belonging to mountains, πέτρα ὀ. mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.). -
12 ὀρείαυλος
A inhabiting the mountains, Opp.C.3.18, H.4.309.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρείαυλος
-
13 ὀρειβασία
ὀρει-βᾰσία, ἡ,A wandering on mountains, in pl., Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειβασία
-
14 ὀρειβάσια
A a festival in which persons traversed the mountains in procession, Str.12.4.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειβάσια
-
15 ὀρειβατέω
A traverse mountains, c. acc., D.S.5.39.II intr., roam the mountains, AP10.11 (Satyr.), Plu. Fab.7 ; of horses, Str.3.4.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειβατέω
-
16 ὀρειβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειβάτης
-
17 ὀρειβρεμέτης
A roaring in the mountains, Suid., Eust.460.27, cf. An.Ox.2.398.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειβρεμέτης
-
18 ὀρειγενής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειγενής
-
19 ὀρειδρομία
ὀρει-δρομία, ἡ,A running on the hills, AP7.413 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειδρομία
-
20 ὀρειδρόμος
ὀρει-δρόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειδρόμος
См. также в других словарях:
ὄρει — ὄρομαι keep watch pres ind mp 2nd sg ὄρος implement for pressing grapes neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὄρεϊ , ὄρος implement for pressing grapes neut dat sg (epic ionic) ὄρος implement for pressing grapes neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεῖ — ὄρνυμι ṛṇóti fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀρεύς mule masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρεῖ — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ГРИГОРИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — [Григориaт; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ Γρηϒορίου], во имя свт. Николая Чудотворца общежительный муж. мон рь. Расположен на юго зап. побережье п ова Афон (Айон Орос), в устье потока Хрeндели, на невысокой (до 20 м) прибрежной скале, между мон рями… … Православная энциклопедия
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… … Dictionary of Greek
ορείτης — ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῑτις, ίτιδος (Α) 1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος 2. ονομασία ενός λίθου 3. είδος γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (II) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
ορείτωρ — ὀρείτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. ορεινός, βουνήσιος, κάτοικος όρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρείτορες, οἱ ἄγριοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (ΙΙ) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. τωρ] … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
ορειφοίτης — ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ.… … Dictionary of Greek